- παρεμπίπλημι
- Α1. γεμίζω κρυφά με κάτι («τὸ τεῑχος παρεμπλήσας ὅπλων», Πλούτ.)2. παθ. παρεμπίπλαμαιυπερπληρούμαι, παραγεμίζω («ἐπὶ πλέον δὲ πληρώσεως παρεμπίπλανται βραχίονές τε καὶ κνῆμαι καὶ χεῑρες, ὥσπερ τοῑς ἀπὸ τῶν γυμνασίων εἰς διάτασιν ἐρχομένοις», Ερασίστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐμπίπλημι «γεμίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.