παρεμπίπλημι

παρεμπίπλημι
Α
1. γεμίζω κρυφά με κάτι («τὸ τεῑχος παρεμπλήσας ὅπλων», Πλούτ.)
2. παθ. παρεμπίπλαμαι
υπερπληρούμαι, παραγεμίζω («ἐπὶ πλέον δὲ πληρώσεως παρεμπίπλανται βραχίονές τε καὶ κνῆμαι καὶ χεῑρες, ὥσπερ τοῑς ἀπὸ τῶν γυμνασίων εἰς διάτασιν ἐρχομένοις», Ερασίστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐμπίπλημι «γεμίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρεμπεπλῆσθαι — παρεμπίπλημι fill secretly with perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπίμπλανται — παρεμπίπλημι fill secretly with pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπίμπλασθαι — παρεμπίπλημι fill secretly with pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπίπλανται — παρεμπίπλημι fill secretly with pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπίπλαται — παρεμπίπλημι fill secretly with pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπλήσας — παρεμπλήσᾱς , παρεμπίπλημι fill secretly with aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”